πριόνων

πριόνων
πρίων 1
saw
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • сорога — I сорога I плотва, Cyprinus rutilus , арханг., олонецк., тоб. (Даль). Обычно считается заимств. из распространенной фин. уг. семьи слов, представленной в фин. särki плотва , вепс. särg, саам. særgge, морд. м. särgä, э. särgе – то же, мар. šеrеŋе …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • πριονοποιός — ὁ, Α κατασκευαστής πριόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρίων, ονος + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • πριονοπώλης — ὁ, Α ο πωλητής πριόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρίων, ονος + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. μυρο πώλης] …   Dictionary of Greek

  • τριγμός — και τρισμός, ο, ΝΜΑ [τρίζω] ήχος που δημιουργείται από προστριβή δύο σκληρών πραγμάτων, τρίξιμο (α. «τριγμός οδόντων» β. «τριγμοὶ πριόνων», Πλουτ.) αρχ. (για μερικά ζώα, όπως λ.χ. για την πέρδικα, για διάφορα ψάρια, για τα ποντίκια κ.ά.) οξεία… …   Dictionary of Greek

  • χοινικίς — και σχοινικίς, ίδος, ἡ, Α 1. ο μεταλλικός σωληνίσκος στο κέντρο τής πλήμνης τροχού άμαξας, η χοινίκη 2. ο γύρος τού στεφανιού («ὑπὸ τῶν στεφάνων ταῑς χοινικίσιν κάτωθεν γεγραμμένα», Δημοσθ.) 3. είδος ποδοκάκκης 4. κοίλωμα ή θήκη για τη στρόφιγγα… …   Dictionary of Greek

  • ker-1, kor-, kr- —     ker 1, kor , kr     English meaning: a kind of sound (hoarse shrieking, etc..), *crane     Deutsche Übersetzung: ‘schallnachahmung for heisere, rauhe Töne, solche Tierstimmen and die sie ausstoßenden Tiere”     Note: Root ker 1, kor , kr : “a …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”